γρατζουνιά

γρατζουνιά
γρατζουνιά, η και γρατσουνιά, η
γδάρσιμο, αμυχή του δέρματος: Είχα ένα τρακάρισμα αλλά γλίτωσα μόνο με γρατζουνιές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγκυλωματιά — η [αγκύλωμα] τρύπημα, γρατζουνιά, γδάρσιμο (από αγκύλι, αγκάθι, βελόνα κ.ά.) …   Dictionary of Greek

  • αποχάραξη — η (Α ἀποχαράξις) χαραματιά, εντομή αρχ. αμυχή, γρατζουνιά …   Dictionary of Greek

  • γρατσουνιά — και γρατζουνιά, η το γρατσούνισμα …   Dictionary of Greek

  • τσουγγρανιά — και τσουγκρανιά και τζουγγρανιά και τζουγκρανιά και τσαγγρουνιά και τσαγκρουνιά και ζουγκρανιά, η, Ν αμυχή, γρατζουνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουγγράνα + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά). Ο τ. τσαγγρουνιά με αντιμετάθεση τών φωνηέντων] …   Dictionary of Greek

  • γρατζούνισμα — γρατζούνισμα, το και γρατσούνισμα, το η γρατζουνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”